Anonymous

δοξαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] meinend, Ggstz von [[ἐπιστήμων]], Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς [[μέρος]], wovon 13, 2 dke [[φρόνησις]] u. die [[δεινότης]] als zwei εἴδη angegeben werden, = Urtheilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] meinend, Ggstz von [[ἐπιστήμων]], Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς [[μέρος]], wovon 13, 2 dke [[φρόνησις]] u. die [[δεινότης]] als zwei εἴδη angegeben werden, = Urtheilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения ([[μέρος]] τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ [[ὁρμή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[основанный на мнениях]], [[предположительный]] ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί [[κάποιος]], [[υμνητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δοξαστικό]](<i>ν</i>)<br />ιδιόμελο, [[συνήθως]], τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο [[στίχος]] «[[δόξα]] Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[σχέση]] με [[δοξασία]], με [[εικασία]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί [[κάποιος]], [[υμνητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δοξαστικό]](<i>ν</i>)<br />ιδιόμελο, [[συνήθως]], τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο [[στίχος]] «[[δόξα]] Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[σχέση]] με [[δοξασία]], με [[εικασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοξαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения ([[μέρος]] τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ [[ὁρμή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[основанный на мнениях]], [[предположительный]] ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
}}