Anonymous

δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que son époux réclame la lance à la main.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
|btext=ος, ον :<br />que son époux réclame la lance à la main.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίγαμβρος:''' [ῐ], -ον, η [[νύφη]] των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με [[μάχη]], λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίγαμβρος:''' [ῐ], -ον, η [[νύφη]] των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με [[μάχη]], λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
}}
}}