Anonymous

δυσδιάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιάκρῐτος:''' [[трудно поддающийся определению]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάκριτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διαφαίνεται, [[αμυδρός]], συγκεχυμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δικαστική [[υπόθεση]]) αυτή που δύσκολα επιλύεται<br /><b>2.</b> [[δύσπεπτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάκριτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διαφαίνεται, [[αμυδρός]], συγκεχυμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δικαστική [[υπόθεση]]) αυτή που δύσκολα επιλύεται<br /><b>2.</b> [[δύσπεπτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιάκρῐτος:''' [[трудно поддающийся определению]] Plut.
}}
}}