Anonymous

διορισμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> division, distinction;<br /><b>2</b> définition.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> division, distinction;<br /><b>2</b> définition.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[разграничение]], [[разделение]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[разграничение]], [[различение]] Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[установление]], [[определение]] Plat., Arst., Diog. L., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διορισμός]]) [[διορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] προσώπου σε [[υπηρεσία]] (συνήθ. [[δημόσια]])<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο γίνεται ο [[διορισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]], [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[διαπίστωση]] για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος<br /><b>4.</b> η [[διατύπωση]] ενός προβλήματος.<br />ο (AM [[δωρισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποίηση]] δωρικών λέξεων ή τύπων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
|mltxt=ο (AM [[διορισμός]]) [[διορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] προσώπου σε [[υπηρεσία]] (συνήθ. [[δημόσια]])<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο γίνεται ο [[διορισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]], [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[διαπίστωση]] για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος<br /><b>4.</b> η [[διατύπωση]] ενός προβλήματος.<br />ο (AM [[δωρισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποίηση]] δωρικών λέξεων ή τύπων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
}}
{{elru
|elrutext='''διορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[разграничение]], [[разделение]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[разграничение]], [[различение]] Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[установление]], [[определение]] Plat., Arst., Diog. L., Plut.
}}
}}