Anonymous

δοῦπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit sourd;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' c. *γδουπος dans [[ἐρίγδουπος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit sourd;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' c. *γδουπος dans [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοῦπος:''' ὁ [[шум]], [[грохот]], [[гул]] Hom., Hes., Trag., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοῦπος:''' ὁ, [[κάθε]] [[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[γδούπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη [[μάχη]], για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο [[πλήθος]]· βρύχηθμος, [[μουγκρητό]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο [[τύπος]] <i>γδουπ-έω</i>, συνδέεει τη [[λέξη]] με το <i>κτύπ-ος</i>).
|lsmtext='''δοῦπος:''' ὁ, [[κάθε]] [[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[γδούπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη [[μάχη]], για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο [[πλήθος]]· βρύχηθμος, [[μουγκρητό]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο [[τύπος]] <i>γδουπ-έω</i>, συνδέεει τη [[λέξη]] με το <i>κτύπ-ος</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''δοῦπος:''' ὁ [[шум]], [[грохот]], [[гул]] Hom., Hes., Trag., Xen.
}}
}}
{{etym
{{etym