Anonymous

δυσπαραίτητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inexorable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, παραιτέω.
|btext=ος, ον :<br />inexorable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, παραιτέω.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαραίτητος:''' [[не внемлющий просьбам]], [[неумолимый]] (φρένες Aesch.; [[ὀργή]] Polyb.; δ. καὶ [[δυσαπότρεπτος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπαραίτητος:''' -ον ([[παραιτέομαι]]), [[δύσκολος]] να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]], σε Αισχύλ., Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπαραίτητος:''' -ον ([[παραιτέομαι]]), [[δύσκολος]] να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]], σε Αισχύλ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαραίτητος:''' [[не внемлющий просьбам]], [[неумолимый]] (φρένες Aesch.; [[ὀργή]] Polyb.; δ. καὶ [[δυσαπότρεπτος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj