3,271,082
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil. | |btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορκάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[антилопа]], [[газель]] (Antilope [[dorcas]]) Her., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[косуля]] (Cervus [[capreolus]]) Eur., Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |