Anonymous

δορκάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil.
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil.
}}
{{elru
|elrutext='''δορκάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[антилопа]], [[газель]] (Antilope [[dorcas]]) Her., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[косуля]] (Cervus [[capreolus]]) Eur., Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορκάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[антилопа]], [[газель]] (Antilope [[dorcas]]) Her., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[косуля]] (Cervus [[capreolus]]) Eur., Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym