Anonymous

δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre, à réfuter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελέγχω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre, à réfuter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελέγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' [[трудный для опровержения]] (λόγοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' [[трудный для опровержения]] (λόγοι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξέλεγκτος, ον [[ἐξελέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Plat.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξέλεγκτος, ον [[ἐξελέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Plat.
}}
}}