Anonymous

δυσπρόσμαχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' [[трудный для завоевания или взятия]], [[недоступный]] (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' [[трудный для завоевания или взятия]], [[недоступный]] (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρόσμᾰχος, ον [[προσμάχομαι]]<br />[[hard]] to [[attack]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρόσμᾰχος, ον [[προσμάχομαι]]<br />[[hard]] to [[attack]], Plut.
}}
}}