Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δόλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> amorce;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> tout objet servant à tromper, piège;<br /><b>2</b> ruse, artifice.<br />'''Étymologie:''' R. Δελ, tromper, cf. [[δέλος]], [[δέλεαρ]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> amorce;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> tout objet servant à tromper, piège;<br /><b>2</b> ruse, artifice.<br />'''Étymologie:''' R. Δελ, tromper, cf. [[δέλος]], [[δέλεαρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δόλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[приманка]] (ἰχθύσι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ловушка]], [[западня]] (τεῦξαι δόλον Hom.; [[ξύλινος]] δ., ἣν παγίδα καλέουσι Batr.; δ. [[δονακόεις]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. [[хитрость]], [[обман]], [[коварство]] Hom., Aesch. etc.: δόλῳ, δόλοις, ἐκ δόλου и ἐν δόλῳ Soph., σὺν δόλῳ Soph., Eur. и μετὰ δόλου Isocr. хитростью, обманом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δόλος:''' ὁ, (από √<i>ΔΕΛ</i>, βλ. δέλ-εαρ),·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], [[δόλωμα]] για ψάρια, [[δέλεαρ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], [[κάθε]] έντεχνο [[μέσο]] για [[εξαπάτηση]] ή [[σύλληψη]], όπως ο Δούρειος [[ίππος]], ο [[ιστός]] της Πηνελόπης, στο ίδ.· γενικά, [[κάθε]] [[τέχνασμα]] ή [[στρατήγημα]], [[κόλπο]], «[[μηχανή]]», σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., πανουργίες, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απάτη]], πονηριά, [[καπατσοσύνη]], [[δόλος]], Λατ. [[dolus]], σε Όμηρ., Τραγ.
|lsmtext='''δόλος:''' ὁ, (από √<i>ΔΕΛ</i>, βλ. δέλ-εαρ),·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], [[δόλωμα]] για ψάρια, [[δέλεαρ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], [[κάθε]] έντεχνο [[μέσο]] για [[εξαπάτηση]] ή [[σύλληψη]], όπως ο Δούρειος [[ίππος]], ο [[ιστός]] της Πηνελόπης, στο ίδ.· γενικά, [[κάθε]] [[τέχνασμα]] ή [[στρατήγημα]], [[κόλπο]], «[[μηχανή]]», σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., πανουργίες, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απάτη]], πονηριά, [[καπατσοσύνη]], [[δόλος]], Λατ. [[dolus]], σε Όμηρ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''δόλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[приманка]] (ἰχθύσι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ловушка]], [[западня]] (τεῦξαι δόλον Hom.; [[ξύλινος]] δ., ἣν παγίδα καλέουσι Batr.; δ. [[δονακόεις]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. [[хитрость]], [[обман]], [[коварство]] Hom., Aesch. etc.: δόλῳ, δόλοις, ἐκ δόλου и ἐν δόλῳ Soph., σὺν δόλῳ Soph., Eur. и μετὰ δόλου Isocr. хитростью, обманом.
}}
}}
{{etym
{{etym