Anonymous

εἰσφρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εἰσέφρουν, <i>f.</i> εἰσφρήσω, <i>ao.</i> εἰσέφρησα, <i>pf. inus.</i><br />introduire;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσφρέομαι (<i>impf.</i> εἰσεφρούμην) introduire pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], φρέω.
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εἰσέφρουν, <i>f.</i> εἰσφρήσω, <i>ao.</i> εἰσέφρησα, <i>pf. inus.</i><br />introduire;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσφρέομαι (<i>impf.</i> εἰσεφρούμην) introduire pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], φρέω.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσφρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[впускать]], [[допускать]] (sc. τινα Arph.; τὸ [[στράτευμα]] Dem.); med. допускать к себе (τι Eur. и τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[поглощать]], [[поедать]] (εἰσφρῆσαι [[πλῆθος]] τῶν κογχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[входить]], [[вторгаться]] (οἱ ἱππεῖς εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσφρέω:''' παρατ. <i>-έφρουν</i>, μέλ. <i>-φρήσω</i> και <i>-φρήσομαι</i>· Μέσ. παρατ. <i>εἰσ-εφρούμην</i>· [[επιτρέπω]] την είσοδο, [[αποδέχομαι]], [[εισάγω]], Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., [[φέρνω]], [[εισάγω]] μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η [[ρίζα]] [[φρέω]], πιθ. συγγενές, συγγενική προς το [[φέρω]]· απαντά μόνο στα σύνθ. με <i>δια-</i>, <i>εἰς-</i>, <i>ἐπεις-</i>, <i>ἐκ-</i>).
|lsmtext='''εἰσφρέω:''' παρατ. <i>-έφρουν</i>, μέλ. <i>-φρήσω</i> και <i>-φρήσομαι</i>· Μέσ. παρατ. <i>εἰσ-εφρούμην</i>· [[επιτρέπω]] την είσοδο, [[αποδέχομαι]], [[εισάγω]], Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., [[φέρνω]], [[εισάγω]] μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η [[ρίζα]] [[φρέω]], πιθ. συγγενές, συγγενική προς το [[φέρω]]· απαντά μόνο στα σύνθ. με <i>δια-</i>, <i>εἰς-</i>, <i>ἐπεις-</i>, <i>ἐκ-</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσφρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[впускать]], [[допускать]] (sc. τινα Arph.; τὸ [[στράτευμα]] Dem.); med. допускать к себе (τι Eur. и τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[поглощать]], [[поедать]] (εἰσφρῆσαι [[πλῆθος]] τῶν κογχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[входить]], [[вторгаться]] (οἱ ἱππεῖς εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=imperf. -έφρουν fut. -φρήσω -φρήσομαι imperf. mid. εἰσ-εφρούμην<br />to let in, [[admit]], Lat. admittere, Ar., Dem.:—Mid. to [[bring]] in with one, Eur. [The Root [[φρέω]], prob. [[akin]] to [[φέρω]], is only [[found]] in [[compos]]. with δια-, εἰσ-, ἐπεισ-, ἐκ-]
|mdlsjtxt=imperf. -έφρουν fut. -φρήσω -φρήσομαι imperf. mid. εἰσ-εφρούμην<br />to let in, [[admit]], Lat. admittere, Ar., Dem.:—Mid. to [[bring]] in with one, Eur. [The Root [[φρέω]], prob. [[akin]] to [[φέρω]], is only [[found]] in [[compos]]. with δια-, εἰσ-, ἐπεισ-, ἐκ-]
}}
}}