Anonymous

εἰσπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'introduire en volant dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέτομαι]].
|btext=s'introduire en volant dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπέτομαι:''' Arst. = [[εἰσπετάννυμι]] и [[εἰσίπταμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>εἰσ-επτάμην</i> (σαν να προέρχεται από το <i>εἰσ-[[ίπταμαι]]</i>), επίσης σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>· [[πετώ]] [[εντός]], μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εἰσπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>εἰσ-επτάμην</i> (σαν να προέρχεται από το <i>εἰσ-[[ίπταμαι]]</i>), επίσης σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>· [[πετώ]] [[εντός]], μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπέτομαι:''' Arst. = [[εἰσπετάννυμι]] и [[εἰσίπταμαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πτήσομαι]] acr. 2 εἰσ-επτάμην [εἰσεπτάμην as if from [[εἰσίπταμαι]] also in act. [[form]] -έπτην<br />to fly [[into]], c. acc., Il.; metaph. of reports, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -[[πτήσομαι]] acr. 2 εἰσ-επτάμην [εἰσεπτάμην as if from [[εἰσίπταμαι]] also in act. [[form]] -έπτην<br />to fly [[into]], c. acc., Il.; metaph. of reports, Hdt.
}}
}}