Anonymous

εὐαπόβατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπόβᾰτος:''' [[удобный для высадки]] (νῇσος εὐαποβατωτέρα [[οὖσα]] Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπόβᾰτος:''' [[удобный для высадки]] (νῇσος εὐαποβατωτέρα [[οὖσα]] Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj