Anonymous

εὐαγγελίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> εὐηγγελιζόμην, <i>f.</i> εὐαγγελιοῦμαι;<br />annoncer une bonne nouvelle : τινι [[ὅτι]] annoncer à qqn la bonne nouvelle que.<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελία]].
|btext=<i>impf.</i> εὐηγγελιζόμην, <i>f.</i> εὐαγγελιοῦμαι;<br />annoncer une bonne nouvelle : τινι [[ὅτι]] annoncer à qqn la bonne nouvelle que.<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαγγελίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тж. act. [[благовествовать]] NT; проповедовать (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT); pass. слышать благую весть (οἱ [[πρότερον]] εὐαγγελισθέντες NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαγγελίζομαι:''' ([[εὐάγγελος]]),<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[φέρνω]] ευχάριστα [[νέα]], ευχάριστες ειδήσεις, τις [[ανακοινώνω]], τις [[γνωστοποιώ]], τις [[κοινοποιώ]], σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διακηρύσσω]] ως χαρμόσυνα [[νέα]], μαντάτα, ειδήσεις, <i>τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[κηρύττω]] το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· με αιτ. προσ., [[κηρύσσω]] στους ανθρώπους το χαρμόσυνο [[μήνυμα]] του Ευαγγελίου, στο ίδ.· ομοίως επίσης, και στην Ενεργ., στον ίδ. — Παθ., κηρύσσομαι, διδάσκομαι το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· λέγεται για το ίδιο το Ευαγγέλιο, κηρύσσομαι, στο ίδ.
|lsmtext='''εὐαγγελίζομαι:''' ([[εὐάγγελος]]),<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[φέρνω]] ευχάριστα [[νέα]], ευχάριστες ειδήσεις, τις [[ανακοινώνω]], τις [[γνωστοποιώ]], τις [[κοινοποιώ]], σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διακηρύσσω]] ως χαρμόσυνα [[νέα]], μαντάτα, ειδήσεις, <i>τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[κηρύττω]] το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· με αιτ. προσ., [[κηρύσσω]] στους ανθρώπους το χαρμόσυνο [[μήνυμα]] του Ευαγγελίου, στο ίδ.· ομοίως επίσης, και στην Ενεργ., στον ίδ. — Παθ., κηρύσσομαι, διδάσκομαι το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· λέγεται για το ίδιο το Ευαγγέλιο, κηρύσσομαι, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαγγελίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тж. act. [[благовествовать]] NT; проповедовать (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT); pass. слышать благую весть (οἱ [[πρότερον]] εὐαγγελισθέντες NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐαγγελίζομαι]], [[εὐάγγελος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[bring]] [[good]] [[news]], [[announce]] them, Ar., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[proclaim]] as [[glad]] [[tidings]], τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ NTest.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[preach]] the gospel, NTest.:—c. acc. pers. to [[preach]] the gospel to persons, NTest.;—so also in Act., NTest.:— Pass. to [[have]] the gospel preached to one, NTest.; of the gospel, to be preached, NTest.
|mdlsjtxt=[[εὐαγγελίζομαι]], [[εὐάγγελος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[bring]] [[good]] [[news]], [[announce]] them, Ar., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[proclaim]] as [[glad]] [[tidings]], τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ NTest.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[preach]] the gospel, NTest.:—c. acc. pers. to [[preach]] the gospel to persons, NTest.;—so also in Act., NTest.:— Pass. to [[have]] the gospel preached to one, NTest.; of the gospel, to be preached, NTest.
}}
}}