3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sent facilement <i>ou</i> vivement;<br /><b>2</b> facile à sentir <i>ou</i> à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰσθάνομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sent facilement <i>ou</i> vivement;<br /><b>2</b> facile à sentir <i>ou</i> à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰσθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐαίσθητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма чувствительный]], [[чрезвычайно чуткий]], [[восприимчивый]] (περί τι Plat.; [[ζῷον]] Arst.; [[ὑπερῴα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ощутимый]], [[заметный]]: εὐαισθητότερα τὰ παρ᾽ ἄλληλα τιθέμενα Arst. заметнее то, что расположено рядом друг с другом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), [[πρβλ]]. [[αναίσθητος]], [[ανεπαίσθητος]]. Η λ. είχε αρχικά τη [[σημασία]] «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] εύκολα» και, κατ' [[επέκταση]], «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη [[σημασία]] κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), [[πρβλ]]. [[αναίσθητος]], [[ανεπαίσθητος]]. Η λ. είχε αρχικά τη [[σημασία]] «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] εύκολα» και, κατ' [[επέκταση]], «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη [[σημασία]] κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο]. | ||
}} | }} |