Anonymous

εὐεργετέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εὐεργέτουν <i>et</i> εὐηργέτουν, <i>f.</i> εὐεργετήσω, <i>ao.</i> εὐεργέτησα, <i>pf.</i> εὐεργέτηκα <i>et</i> εὐηργέτηκα;<br />faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εὐεργέτουν <i>et</i> εὐηργέτουν, <i>f.</i> εὐεργετήσω, <i>ao.</i> εὐεργέτησα, <i>pf.</i> εὐεργέτηκα <i>et</i> εὐηργέτηκα;<br />faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργετέω:''' (impf. εὐεργέτουν, aor. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα; pass.: part. aor. εὐεργετηθείς, pf. εὐεργέτημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо поступать]], [[делать добро]]: εὐεργετῶν αὐτὰ [[ἐκτησάμην]] Soph. я и сам получил их (т. е. это оружие) за добрые свои дела;<br /><b class="num">2)</b> (тж. τὴν εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) совершать благодеяние, оказывать услугу (τινα Aesch., Eur., Arph., Lys., Plut.); pass. (тж. εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) быть благодетельствуемым, пользоваться услугами Xen., Plut.: εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Plat. получающий денежную поддержку.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργετέω:''' (impf. εὐεργέτουν, aor. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα; pass.: part. aor. εὐεργετηθείς, pf. εὐεργέτημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо поступать]], [[делать добро]]: εὐεργετῶν αὐτὰ [[ἐκτησάμην]] Soph. я и сам получил их (т. е. это оружие) за добрые свои дела;<br /><b class="num">2)</b> (тж. τὴν εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) совершать благодеяние, оказывать услугу (τινα Aesch., Eur., Arph., Lys., Plut.); pass. (тж. εὐεργεσίαν εὐ. Plat.) быть благодетельствуемым, пользоваться услугами Xen., Plut.: εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Plat. получающий денежную поддержку.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj