3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;<br /><b>2</b> bien inventé, fait avec adresse, avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μηχανή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;<br /><b>2</b> bien inventé, fait avec adresse, avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μηχανή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμήχᾰνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[искусный]], [[умелый]], [[изобретательный]] (sc. [[Εὐμενίδες]] Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[искусно придуманный]], [[остроумный]] (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |