Anonymous

εὐμήχανος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;<br /><b>2</b> bien inventé, fait avec adresse, avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μηχανή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;<br /><b>2</b> bien inventé, fait avec adresse, avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μηχανή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμήχᾰνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[искусный]], [[умелый]], [[изобретательный]] (sc. [[Εὐμενίδες]] Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[искусно придуманный]], [[остроумный]] (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμήχᾰνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[искусный]], [[умелый]], [[изобретательный]] (sc. [[Εὐμενίδες]] Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[искусно придуманный]], [[остроумный]] (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj