Anonymous

εὐτρεπής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτρεπής:''' досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. [[παρεῖναι]] Eur. быть готовым.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ.
|lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτρεπής:''' досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. [[παρεῖναι]] Eur. быть готовым.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj