Anonymous

εὐσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; <i>en mauv. part</i> qui montre un bon vouloir <i>ou</i> un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;<br /><i>Cp.</i> εὐσχημονέστερος, <i>Sp.</i> εὐσχημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχῆμα]].
|btext=ων, ον :<br />qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; <i>en mauv. part</i> qui montre un bon vouloir <i>ou</i> un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;<br /><i>Cp.</i> εὐσχημονέστερος, <i>Sp.</i> εὐσχημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσχήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[благопристойный]], [[полный достоинства]] ([[ἀνήρ]] Plat.; [[λόγος]] Eur., Arst.; [[πρᾶγμα]] Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[красивый]], [[прекрасный]], [[благородной внешности]] ([[πῶλος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[почтенный]], [[уважаемый]] (γυναῖκες NT);<br /><b class="num">4)</b> [[благовидный]] ([[ἀπόκρισις]] Plat.; [[πρόφασις]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[притворный]], [[лицемерный]] (εἴς τινα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[σχῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κομψός]] στο [[σχήμα]], [[καλόγνωμος]], [[ήπιος]] στον χαρακτήρα και τη [[συμπεριφορά]], [[χαριτωμένος]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>· υπερθ. <i>-έστατος</i>, στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που δίνει εξωτερική [[εντύπωση]] καλοσύνης, [[απατηλός]], [[αληθοφανής]], [[ορθός]] κατ' [[επίφαση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πρέπων]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸεὔσχημον</i>, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[μόνως]], με [[χάρη]] και αξιοπρέπια, όπως [[ένας]] «[[τζέντλεμαν]]», σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[ευγενής]], [[έντιμος]], [[αξιότιμος]], εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική [[θέση]], [[πλούσιος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''εὐσχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[σχῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κομψός]] στο [[σχήμα]], [[καλόγνωμος]], [[ήπιος]] στον χαρακτήρα και τη [[συμπεριφορά]], [[χαριτωμένος]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>· υπερθ. <i>-έστατος</i>, στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που δίνει εξωτερική [[εντύπωση]] καλοσύνης, [[απατηλός]], [[αληθοφανής]], [[ορθός]] κατ' [[επίφαση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πρέπων]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸεὔσχημον</i>, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[μόνως]], με [[χάρη]] και αξιοπρέπια, όπως [[ένας]] «[[τζέντλεμαν]]», σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[ευγενής]], [[έντιμος]], [[αξιότιμος]], εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική [[θέση]], [[πλούσιος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσχήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[благопристойный]], [[полный достоинства]] ([[ἀνήρ]] Plat.; [[λόγος]] Eur., Arst.; [[πρᾶγμα]] Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[красивый]], [[прекрасный]], [[благородной внешности]] ([[πῶλος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[почтенный]], [[уважаемый]] (γυναῖκες NT);<br /><b class="num">4)</b> [[благовидный]] ([[ἀπόκρισις]] Plat.; [[πρόφασις]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[притворный]], [[лицемерный]] (εἴς τινα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj