3,258,149
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />de belle couleur, de beau teint;<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]]. | |btext=οος, οον;<br />de belle couleur, de beau teint;<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔχροος:''' стяж. [[εὔχρους]] 2 с красивым цветом (лица), цветущий, свежий (на вид) Xen., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i>, Ιων. -χροιος, <i>-ον</i> ([[χρόα]])· αυτός που έχει καλό [[χρώμα]], [[ζωηρόχρωμος]], αυτός που έχει [[καλή]] όψη, όμορφη [[επιδερμίδα]] προσώπου, [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], [[υγιής]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οώτερος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''εὔχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i>, Ιων. -χροιος, <i>-ον</i> ([[χρόα]])· αυτός που έχει καλό [[χρώμα]], [[ζωηρόχρωμος]], αυτός που έχει [[καλή]] όψη, όμορφη [[επιδερμίδα]] προσώπου, [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], [[υγιής]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οώτερος</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} |