Anonymous

θαυμάσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> admirable, étonnant, merveilleux ; θαυμάσια HDT des choses merveilleuses ; [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]] XÉN merveilleux de beauté ; θαυμάσιον [[ὅσον]] PLAT merveilleusement (<i>lat.</i> mirum quantum) ; Ὦ θαυμάσιε PLAT mon admirable ami ! <i>ironiq.</i> Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε XÉN homme très admirable !;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> θαυμάσιον καὶ ἄλογον PLAT étrange et absurde;<br /><i>Cp.</i> θαυμασιώτερος, <i>Sp.</i> θαυμασιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> admirable, étonnant, merveilleux ; θαυμάσια HDT des choses merveilleuses ; [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]] XÉN merveilleux de beauté ; θαυμάσιον [[ὅσον]] PLAT merveilleusement (<i>lat.</i> mirum quantum) ; Ὦ θαυμάσιε PLAT mon admirable ami ! <i>ironiq.</i> Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε XÉN homme très admirable !;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> θαυμάσιον καὶ ἄλογον PLAT étrange et absurde;<br /><i>Cp.</i> θαυμασιώτερος, <i>Sp.</i> θαυμασιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμάσιος:''' ион. θωϋμάσιος и [[θωμάσιος]] 3, реже 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[удивительный]], [[поразительный]], [[замечательный]] ([[ὄσσα]] HH; [[χάρις]] Hes.; ἔργα Arst.; [[ὄντα]] Plut.; πράξεις NT): θ. τὸ [[κάλλος]] καὶ τὸ [[μέγεθος]] Xen. замечательный по красоте и по размерам; τὰ θαυμάσια NT чудеса;<br /><b class="num">2)</b> [[странный]], [[непонятный]] (θ. καὶ [[ἄλογος]] Plat.): θαυμάσια ἐργάζεσθαι Plat. странно поступать, странно вести себя; ὦ θαυμάσιε! ирон.-ласк. Plat., ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε! Xen. ах, ты мой милый (чудак)!
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαυμάσιος:''' -α, -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- ([[θαῦμα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[θαυμάσιος]], [[εκπληκτικός]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>θαυμάσια</i>, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>θαυμάσιόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Αριστοφ.· [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]], [[θαυμαστός]] για την [[ομορφιά]] του, σε Ξεν.· θαυμάσιον [[ὅσον]], εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα [[πολύ]], σε Πλάτ.· θαυμάσια [[ἡλίκα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Επίρρ. <i>-ίως</i>, θαυμάσια, [[έξοχα]], δηλ. [[σφόδρα]], υπερβολικά, σε Αριστοφ.· [[συχνά]] με την [[προσθήκη]] του <i>ὡς</i>, [[θαυμασίως]] ὡς [[ἄθλιος]], υπέρμετρα [[αξιολύπητος]], σε Πλάτ.·<br /><b class="num">II.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[εξαιρετικός]], με ελαφριά [[ειρωνεία]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε</i>, σκωπτικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''θαυμάσιος:''' -α, -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- ([[θαῦμα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[θαυμάσιος]], [[εκπληκτικός]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>θαυμάσια</i>, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>θαυμάσιόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Αριστοφ.· [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]], [[θαυμαστός]] για την [[ομορφιά]] του, σε Ξεν.· θαυμάσιον [[ὅσον]], εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα [[πολύ]], σε Πλάτ.· θαυμάσια [[ἡλίκα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Επίρρ. <i>-ίως</i>, θαυμάσια, [[έξοχα]], δηλ. [[σφόδρα]], υπερβολικά, σε Αριστοφ.· [[συχνά]] με την [[προσθήκη]] του <i>ὡς</i>, [[θαυμασίως]] ὡς [[ἄθλιος]], υπέρμετρα [[αξιολύπητος]], σε Πλάτ.·<br /><b class="num">II.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[εξαιρετικός]], με ελαφριά [[ειρωνεία]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε</i>, σκωπτικά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμάσιος:''' ион. θωϋμάσιος и [[θωμάσιος]] 3, реже 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[удивительный]], [[поразительный]], [[замечательный]] ([[ὄσσα]] HH; [[χάρις]] Hes.; ἔργα Arst.; [[ὄντα]] Plut.; πράξεις NT): θ. τὸ [[κάλλος]] καὶ τὸ [[μέγεθος]] Xen. замечательный по красоте и по размерам; τὰ θαυμάσια NT чудеса;<br /><b class="num">2)</b> [[странный]], [[непонятный]] (θ. καὶ [[ἄλογος]] Plat.): θαυμάσια ἐργάζεσθαι Plat. странно поступать, странно вести себя; ὦ θαυμάσιε! ирон.-ласк. Plat., ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε! Xen. ах, ты мой милый (чудак)!
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj