Anonymous

θνητός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> mortel, sujet à la mort ; [[οἱ]] θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;<br /><b>2</b> qui convient aux mortels, de mortel, d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[θνῄσκω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> mortel, sujet à la mort ; [[οἱ]] θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;<br /><b>2</b> qui convient aux mortels, de mortel, d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[θνῄσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θνητός:''' дор. θνᾱτός 3, редко<br /><b class="num">1)</b> смертный, подверженный, т. е. подвластный смерти ([[γένος]] Plat.): οἱ θνητοί смертные, т. е. (живые) люди; τὰ θνητά Her. живые существа, животные;<br /><b class="num">2)</b> [[смертный]], [[свойственный смертным]], [[человеческий]] (ἔργματα Eur.; [[φλυαρία]] Plat.; [[δυσχέρεια]] Arst.): θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. смертное смертным и приличествует; θνητὰ φρονεῖν Eur. думать о смертных (земных) делах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. [[θνατός]] ([[θνῄσκω]])· [[επιρρεπής]] στο θάνατο, [[θνητός]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ., κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> ως ουσ., <i>θνητοί</i>, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, [[ανθρώπινος]], σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''θνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. [[θνατός]] ([[θνῄσκω]])· [[επιρρεπής]] στο θάνατο, [[θνητός]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ., κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> ως ουσ., <i>θνητοί</i>, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, [[ανθρώπινος]], σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θνητός:''' дор. θνᾱτός 3, редко<br /><b class="num">1)</b> смертный, подверженный, т. е. подвластный смерти ([[γένος]] Plat.): οἱ θνητοί смертные, т. е. (живые) люди; τὰ θνητά Her. живые существа, животные;<br /><b class="num">2)</b> [[смертный]], [[свойственный смертным]], [[человеческий]] (ἔργματα Eur.; [[φλυαρία]] Plat.; [[δυσχέρεια]] Arst.): θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. смертное смертным и приличествует; θνητὰ φρονεῖν Eur. думать о смертных (земных) делах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj