Anonymous

θηρίον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>sans idée de dimin.</i> bête :<br /><b>1</b> bête féroce <i>ou</i> sauvage;<br /><b>2</b> bête <i>p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons</i>;<br /><b>3</b> bête, animal <i>en gén.</i><br /><b>4</b> fig. <i>en mauv. part</i> bête monstrueuse <i>ou</i> vile : [[τί]] δ’ [[εἰ]] [[αὐτοῦ]] [[τοῦ]] θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>sans idée de dimin.</i> bête :<br /><b>1</b> bête féroce <i>ou</i> sauvage;<br /><b>2</b> bête <i>p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons</i>;<br /><b>3</b> bête, animal <i>en gén.</i><br /><b>4</b> fig. <i>en mauv. part</i> bête monstrueuse <i>ou</i> vile : [[τί]] δ’ [[εἰ]] [[αὐτοῦ]] [[τοῦ]] θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηρίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> (тж. [[ἄγριον]] θ. Her.) дикое животное, зверь ([[μάλα]] [[μέγα]] θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[животное]] (вообще) (τὰ θηρία καὶ τὰ φυτά Plat.): θ. [[ὕειον]] Plat. свинья;<br /><b class="num">3)</b> (как demin. к [[θήρ]]) мелкое животное или насекомое Arst.;<br /><b class="num">4)</b> бран. (тж. κακὸν θ. NT) животное, тварь, тж. глупец: ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; Arph. откуда эти дурни?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηρίον:''' τό, ως υποκορ. του [[θήρ]], [[αλλά]] στη [[χρήση]] ισότιμο με αυτό,<br /><b class="num">I. 1.</b> άγριο ζώο, [[θηρίο]], λέγεται για [[αρσενικό]] [[ελάφι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· [[αλλά]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[σκύλο]], σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], δηλ. [[είτε]] πιο [[κάτω]] [[είτε]] πιο πάνω από την ανθρώπινη [[φύση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> δηλητηριώδες ζώο, [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, [[έντομο]], [[ζωύφιο]], λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> ως όρος επίπληξης, [[κτήνος]]! όπως το Λατ. [[bellua]], Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''θηρίον:''' τό, ως υποκορ. του [[θήρ]], [[αλλά]] στη [[χρήση]] ισότιμο με αυτό,<br /><b class="num">I. 1.</b> άγριο ζώο, [[θηρίο]], λέγεται για [[αρσενικό]] [[ελάφι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· [[αλλά]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[σκύλο]], σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], δηλ. [[είτε]] πιο [[κάτω]] [[είτε]] πιο πάνω από την ανθρώπινη [[φύση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> δηλητηριώδες ζώο, [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, [[έντομο]], [[ζωύφιο]], λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> ως όρος επίπληξης, [[κτήνος]]! όπως το Λατ. [[bellua]], Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηρίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> (тж. [[ἄγριον]] θ. Her.) дикое животное, зверь ([[μάλα]] [[μέγα]] θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[животное]] (вообще) (τὰ θηρία καὶ τὰ φυτά Plat.): θ. [[ὕειον]] Plat. свинья;<br /><b class="num">3)</b> (как demin. к [[θήρ]]) мелкое животное или насекомое Arst.;<br /><b class="num">4)</b> бран. (тж. κακὸν θ. NT) животное, тварь, тж. глупец: ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; Arph. откуда эти дурни?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj