Anonymous

εὔορκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> garanti par un serment;<br /><b>3</b> conforme à la parole donnée;<br /><i>Cp.</i> εὐορκότερος, <i>Sp.</i> εὐορκότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅρκος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> garanti par un serment;<br /><b>3</b> conforme à la parole donnée;<br /><i>Cp.</i> εὐορκότερος, <i>Sp.</i> εὐορκότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅρκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔορκος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[верный клятве]] ([[ἀνήρ]] Hes.): εἴς τινα εὔ. ὤν Eur. соблюдающий данную кому-л. клятву;<br /><b class="num">2)</b> [[согласный с клятвой]] ([[ψῆφος]] Dem.): εὔορκόν ἐστιν Thuc. соответствует данной клятве, т. е. разрешается, предоставляется право; εὔορκα ταῦθ᾽ [[ὑμῖν]] ἐστι Dem. это соответствует вашей клятве.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μένει [[πιστός]] στον όρκο του, που τηρεί την υπόσχεσή του, σε Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όρκους, <i>εὔορκα ὀμνύναι</i>, να ορκίζεται [[κάποιος]] πιστά, σε Αττ.· <i>εὔορκόν</i> (<i>ἐστι</i>), βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον όρκο κάποιου, όχι αντίθετα προς αυτόν, σε Θουκ.· εὔορκα ταῦθ' [[ὑμῖν]] ἐστι, σε Δημ.· ομοίως και, ως επίρρ., τάδ' [[εὐόρκως]] [[ἔχει]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μένει [[πιστός]] στον όρκο του, που τηρεί την υπόσχεσή του, σε Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όρκους, <i>εὔορκα ὀμνύναι</i>, να ορκίζεται [[κάποιος]] πιστά, σε Αττ.· <i>εὔορκόν</i> (<i>ἐστι</i>), βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον όρκο κάποιου, όχι αντίθετα προς αυτόν, σε Θουκ.· εὔορκα ταῦθ' [[ὑμῖν]] ἐστι, σε Δημ.· ομοίως και, ως επίρρ., τάδ' [[εὐόρκως]] [[ἔχει]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔορκος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[верный клятве]] ([[ἀνήρ]] Hes.): εἴς τινα εὔ. ὤν Eur. соблюдающий данную кому-л. клятву;<br /><b class="num">2)</b> [[согласный с клятвой]] ([[ψῆφος]] Dem.): εὔορκόν ἐστιν Thuc. соответствует данной клятве, т. е. разрешается, предоставляется право; εὔορκα ταῦθ᾽ [[ὑμῖν]] ἐστι Dem. это соответствует вашей клятве.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj