Anonymous

θῶκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> siège, chaise;<br /><b>2</b> action de siéger dans une assemblée.<br />'''Étymologie:''' ion. et épq. c. [[θᾶκος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> siège, chaise;<br /><b>2</b> action de siéger dans une assemblée.<br />'''Étymologie:''' ion. et épq. c. [[θᾶκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῶκος:''' эп. тж. [[θόωκος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[седалище]], [[кресло]], [[стул]], Hom., Pind., Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[заседание]], [[совещание]] (οἱ [[ἄνδρες]] ἐς θῶκον [[πρόμολον]] Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[епископская кафедра]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. [[θῶκος]], επικ. τ. και [[θόωκος]], Μ [[θῶκος]])<br />[[έδρα]], [[κάθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] επίσημου προσώπου («[[προεδρικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οικολογικός]] [[θώκος]]» — η μικρότερη [[ομάδα]] βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα [[είδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]] ιερέα<br /><b>2.</b> [[συνέδριο]], [[συνέλευση]], [[βουλή]]<br /><b>3.</b> [[αφοδευτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θάκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>θάFακος</i>, με [[συναίρεση]]. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>θάβακον</i><br /><i>θάκον</i> ή [[θρόνον]]. Η [[προέλευση]], όμως, του διαλεκτικού τ. [[θώκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>θόFακος</i> ή <i>θώFακος</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι και ο τ. [[θάκος]] ανάγεται σε <i>θόFακος</i>, απ' όπου το <i>θάFακος</i> (> [[θάκος]]) με προληπτική [[αφομοίωση]]. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. <i>θω</i>- / <i>θα</i>-) συνδέεται με το [[τίθημι]], [[θωμός]], [[θαμά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θακείον]], [[θακεύω]], [[θακώ]], [[θάσσω]], [[θοάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερημόθωκος</i>, <i>κοινόθακος</i>, [[σύνθακος]], [[σύνθωκος]], [[υψίθωκος]]].
|mltxt=ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. [[θῶκος]], επικ. τ. και [[θόωκος]], Μ [[θῶκος]])<br />[[έδρα]], [[κάθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] επίσημου προσώπου («[[προεδρικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οικολογικός]] [[θώκος]]» — η μικρότερη [[ομάδα]] βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα [[είδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]] ιερέα<br /><b>2.</b> [[συνέδριο]], [[συνέλευση]], [[βουλή]]<br /><b>3.</b> [[αφοδευτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θάκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>θάFακος</i>, με [[συναίρεση]]. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>θάβακον</i><br /><i>θάκον</i> ή [[θρόνον]]. Η [[προέλευση]], όμως, του διαλεκτικού τ. [[θώκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>θόFακος</i> ή <i>θώFακος</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι και ο τ. [[θάκος]] ανάγεται σε <i>θόFακος</i>, απ' όπου το <i>θάFακος</i> (> [[θάκος]]) με προληπτική [[αφομοίωση]]. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. <i>θω</i>- / <i>θα</i>-) συνδέεται με το [[τίθημι]], [[θωμός]], [[θαμά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θακείον]], [[θακεύω]], [[θακώ]], [[θάσσω]], [[θοάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερημόθωκος</i>, <i>κοινόθακος</i>, [[σύνθακος]], [[σύνθωκος]], [[υψίθωκος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῶκος:''' эп. тж. [[θόωκος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[седалище]], [[кресло]], [[стул]], Hom., Pind., Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[заседание]], [[совещание]] (οἱ [[ἄνδρες]] ἐς θῶκον [[πρόμολον]] Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[епископская кафедра]] Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym