Anonymous

κακκάβη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] ἡ, 1) das Rebhuhn, [[πέρδιξ]], nach seiner Stimme genannt, Ath. IX, 389 f, Hesych. – 2) ein dreibeiniger Tiegel, cacabus, Ar. bei Ath. IV, 169 c, vgl. VIII, 338 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] ἡ, 1) das Rebhuhn, [[πέρδιξ]], nach seiner Stimme genannt, Ath. IX, 389 f, Hesych. – 2) ein dreibeiniger Tiegel, cacabus, Ar. bei Ath. IV, 169 c, vgl. VIII, 338 a.
}}
{{elru
|elrutext='''κακκάβη:''' (ᾰβ) ἡ котел на трех ножках Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />[[κακκάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. <i>kukkubu</i>), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη [[σειρά]] της η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>cacabus</i> «[[χύτρα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>κακκάδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>κακκαδοπυρφόρος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />η [[πέρδικα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από την [[κραυγή]] του πουλιού. Η κατάλ. επηρεασμένη πιθ. από τα [[κόναβος]], [[θόρυβος]]. Αξιοσημείωτη [[ωστόσο]] η [[ομοιότητα]] του ακκαδ. <i>kakkabanu</i> «[[πέρδικα]]». Το λατ. [[ρήμα]] <i>cacabare</i> «[[κακκαβίζω]]» [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κακκαβίζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />[[κακκάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. <i>kukkubu</i>), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη [[σειρά]] της η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>cacabus</i> «[[χύτρα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>κακκάδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>κακκαδοπυρφόρος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />η [[πέρδικα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από την [[κραυγή]] του πουλιού. Η κατάλ. επηρεασμένη πιθ. από τα [[κόναβος]], [[θόρυβος]]. Αξιοσημείωτη [[ωστόσο]] η [[ομοιότητα]] του ακκαδ. <i>kakkabanu</i> «[[πέρδικα]]». Το λατ. [[ρήμα]] <i>cacabare</i> «[[κακκαβίζω]]» [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κακκαβίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακκάβη:''' (ᾰβ) ἡ котел на трех ножках Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym