Anonymous

θυμόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />irriter;<br /><i>Pass.-Moy.</i> [[θυμόομαι]], [[θυμοῦμαι]] (<i>f.</i> θυμώσομαι, <i>ao.</i> ἐθυμώθην);<br /><b>1</b> s'irriter, être irrité ; τὸ θυμούμενον THC la colère, l'animosité;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> être ombrageux, rétif.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
|btext=-ῶ :<br />irriter;<br /><i>Pass.-Moy.</i> [[θυμόομαι]], [[θυμοῦμαι]] (<i>f.</i> θυμώσομαι, <i>ao.</i> ἐθυμώθην);<br /><b>1</b> s'irriter, être irrité ; τὸ θυμούμενον THC la colère, l'animosité;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> être ombrageux, rétif.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυμόω:''' [малоупотреб. act. к [[θυμόομαι]] сердить, раздражать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θυμός]]), [[θυμώνω]]· Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθυμωσάμην</i> και <i>ἐθυμώθην</i>, απαρ. παρακ. <i>τεθυμῶσθαι</i>· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι [[άγριος]], [[ατίθασος]], σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], εξωτερικεύοντας την [[οργή]] μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· <i>τὸ θυμούμενον</i>, το [[πάθος]], σε Θουκ.· <i>θυμοῦσθαί τινι</i>, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με [[κάτι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῡμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θυμός]]), [[θυμώνω]]· Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθυμωσάμην</i> και <i>ἐθυμώθην</i>, απαρ. παρακ. <i>τεθυμῶσθαι</i>· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι [[άγριος]], [[ατίθασος]], σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], εξωτερικεύοντας την [[οργή]] μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· <i>τὸ θυμούμενον</i>, το [[πάθος]], σε Θουκ.· <i>θυμοῦσθαί τινι</i>, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με [[κάτι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυμόω:''' [малоупотреб. act. к [[θυμόομαι]] сердить, раздражать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj