3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. fut. et ao.</i><br />demeurer impuni (<i>propr.</i> faire gratuitement, <i>càd</i> impunément), <i>d'ord. avec une nég.</i> : ἐκείνους [[οὐ]] καταπροΐξεσθαι ἔφη HDT il dit qu’ils n'échapperaient pas, qu’ils paieraient cela ; avec un part. : [[οὐκ]] ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται HDT il n'échappera pas après m'avoir insulté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[προῖκα]]. | |btext=<i>seul. fut. et ao.</i><br />demeurer impuni (<i>propr.</i> faire gratuitement, <i>càd</i> impunément), <i>d'ord. avec une nég.</i> : ἐκείνους [[οὐ]] καταπροΐξεσθαι ἔφη HDT il dit qu’ils n'échapperaient pas, qu’ils paieraient cela ; avec un part. : [[οὐκ]] ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται HDT il n'échappera pas après m'avoir insulté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[προῖκα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπροΐξομαι:''' атт. [[καταπροίξομαι]] [[προῖκα]] (только fut. и inf. aor. καταπροΐξασθαι) совершать безнаказанно, оставаться безнаказанным: οὐκ, ἐμὲ λωβησάμενος, καταπροΐξεται Her. изувечив меня, (Дарий) не избегнет (моей) мести; οὔ τοι [[ἐμοῦ]] καταπροίξει! Arph. (угроза) ты мне заплатишь (за это)! | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπροΐξομαι:''' Αττ. -προίξομαι (<i>προῖξ</i>), μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] αντίκτυπο, δηλ. [[ενεργώ]] με [[ασυλία]], ατιμώρητα· χρησιμ. με αρνητ., <i>οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται</i>, δεν θα ξεφύγει [[επειδή]] με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· <i>οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες</i>, στον ίδ.· [[οὔτοι]] καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη</i>, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[οὔτοι]] [[ἐμοῦ]] καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου γι' αυτή την [[αδικία]] προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''καταπροΐξομαι:''' Αττ. -προίξομαι (<i>προῖξ</i>), μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] αντίκτυπο, δηλ. [[ενεργώ]] με [[ασυλία]], ατιμώρητα· χρησιμ. με αρνητ., <i>οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται</i>, δεν θα ξεφύγει [[επειδή]] με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· <i>οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες</i>, στον ίδ.· [[οὔτοι]] καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη</i>, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[οὔτοι]] [[ἐμοῦ]] καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου γι' αυτή την [[αδικία]] προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |