Anonymous

κατεξαναστατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰναστᾰτικός:''' [[бунтарский]], [[непокорный]], [[мятежный]] ([[διάνοια]] Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰναστᾰτικός:''' [[бунтарский]], [[непокорный]], [[мятежный]] ([[διάνοια]] Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.
}}
}}