Anonymous

καταπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπλήξω;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> frapper de stupeur, d'admiration <i>ou</i> de crainte;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> καταπέπληγα <i>et au Pass. ao.2</i> [[κατεπλάγην]]) être frappé de stupeur, d'admiration <i>ou</i> de crainte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλήσσω]].
|btext=<i>f.</i> καταπλήξω;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> frapper de stupeur, d'admiration <i>ou</i> de crainte;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> καταπέπληγα <i>et au Pass. ao.2</i> [[κατεπλάγην]]) être frappé de stupeur, d'admiration <i>ou</i> de crainte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλήσσω:''' атт. [[καταπλήττω]] (fut. καταπλήξω; aor. pass. κατεττλάγην - эп. κατεπλήγην) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[поражать]], [[подавлять]], [[угнетать]], [[смущать]] (τὰς ψυχάς Xen.; med. τοὺς ὑπεναντίους Polyb.): κ. ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Thuc. нагонять страх; καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. и (med.) τὸν πόλεμον Polyb. испугаться войны; μὴ καταπέπληχθε [[ἄγαν]] Thuc. не поддавайтесь чрезмерному страху;<br /><b class="num">2)</b> [[производить]] (сильное) впечатление, потрясать (τοὺς ἀκροατάς Arst.): τοὺς φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπλήττεσθαι Diod. воздействовать на дурных страхом наказания.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] χτυπώντας· μεταφ., [[καταπλήσσω]], [[τρομοκρατώ]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο, είμαι [[έκπληκτος]], θαμπώνομαι, [[κατεπλήγη]] (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. απαρ. αορ. βʹ <i>καταπλαγῆναι</i>, σε Θουκ.· παρακ. βʹ πληθ. <i>καταπέπληχθε</i>, στον ίδ.· με αιτ., <i>καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''καταπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] χτυπώντας· μεταφ., [[καταπλήσσω]], [[τρομοκρατώ]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο, είμαι [[έκπληκτος]], θαμπώνομαι, [[κατεπλήγη]] (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. απαρ. αορ. βʹ <i>καταπλαγῆναι</i>, σε Θουκ.· παρακ. βʹ πληθ. <i>καταπέπληχθε</i>, στον ίδ.· με αιτ., <i>καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλήσσω:''' атт. [[καταπλήττω]] (fut. καταπλήξω; aor. pass. κατεττλάγην - эп. κατεπλήγην) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[поражать]], [[подавлять]], [[угнетать]], [[смущать]] (τὰς ψυχάς Xen.; med. τοὺς ὑπεναντίους Polyb.): κ. ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Thuc. нагонять страх; καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. и (med.) τὸν πόλεμον Polyb. испугаться войны; μὴ καταπέπληχθε [[ἄγαν]] Thuc. не поддавайтесь чрезмерному страху;<br /><b class="num">2)</b> [[производить]] (сильное) впечатление, потрясать (τοὺς ἀκροατάς Arst.): τοὺς φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπλήττεσθαι Diod. воздействовать на дурных страхом наказания.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj