Anonymous

κατάχρεος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάχρεος:''' [[обремененный долгами]] (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρεος]], -ον και [[κατάχρεως]], -ων)<br />αυτός που βαρύνεται από [[πολλά]] χρέη, αυτός που χρωστά [[πολλά]], καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το κατάχρεα</i><br />τα οφειλόμενα, τα χρέη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>μτφ.</b> «[[κατάχρεως]] ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην [[αμαρτία]] (ΠΔ)<br />β) «κατάχρεον [[κεφάλαιον]]» — το δανεισμένο [[κεφάλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρέος]]), [[πρβλ]]. [[υπέρ]]-<i>χρεως</i>, <i>υπό</i>-<i>χρεως</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρεος]], -ον και [[κατάχρεως]], -ων)<br />αυτός που βαρύνεται από [[πολλά]] χρέη, αυτός που χρωστά [[πολλά]], καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το κατάχρεα</i><br />τα οφειλόμενα, τα χρέη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>μτφ.</b> «[[κατάχρεως]] ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην [[αμαρτία]] (ΠΔ)<br />β) «κατάχρεον [[κεφάλαιον]]» — το δανεισμένο [[κεφάλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρέος]]), [[πρβλ]]. [[υπέρ]]-<i>χρεως</i>, <i>υπό</i>-<i>χρεως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάχρεος:''' [[обремененный долгами]] (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).
}}
}}