Anonymous

κανθύλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.
}}
{{elru
|elrutext='''κανθύλη:''' ἡ [[опухоль]], [[нарыв]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων ([[πρβλ]]. <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
|mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων ([[πρβλ]]. <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
}}
{{elru
|elrutext='''κανθύλη:''' ἡ [[опухоль]], [[нарыв]] Aesch.
}}
}}
{{etym
{{etym