3,273,164
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. [[ἀναλογία]] κανονική, Eust.; [[τέχνη]], die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. [[ἀναλογία]] κανονική, Eust.; [[τέχνη]], die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰνονικός:''' [[соответствующий правилу]], [[закономерный]], [[регулярный]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[κανονικός]], -ή, -όν) [[κανών]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο [[ομαλός]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας<br />β) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κανονικός]]<br />αυτός που ανήκει στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, ο [[κληρικός]]<br />γ) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κανονική</i><br />[[παρθένος]] που [[είναι]] αφιερωμένη στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, [[χωρίς]] όμως να καρεί [[μοναχή]]<br />δ) <b>φρ.</b> i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε [[αντιδιαστολή]] με τα απόκρυφα<br />ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε [[άλλο]] εκκλησιαστικό [[κλίμα]], απολυτικές επιστολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, [[σύμμετρος]], [[φυσιολογικός]], [[αρμονικός]] («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, [[τακτικός]], [[συνήθης]] («κανονικές αποδοχές»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες [[μεταξύ]] τους («κανονικό εξάγωνο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] του κανονικού, η [[κανονικότητα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως [[είναι]], λ.χ., η [[λογική]], η [[ηθική]], η [[αισθητική]] κ.ά.<br />β) «κανονική [[βαθμίδα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[βαθμίδα]] μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί [[υποδιαίρεση]] της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή [[βαθμίδα]] και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]<br />γ) «κανονικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που απορρέει από τους ιερούς κανόνες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η ετήσια [[αντιμισθία]] που χορηγούσε το [[χωριό]] στον ιερέα, [[ιδίως]] σε [[σιτηρά]], ή η [[περιφέρεια]] στους αρχιερείς, κν. δικονιά, [[μπατίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κανονικοί</i><br />α) οι θεωρητικοί της μουσικής<br />β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κανονικόν</i><br />([[κατά]] την επικούρεια φιλοσ.) η [[λογική]], [[επειδή]] διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κανονικός]]<br /><b>εκκλ.</b> ο [[γνώστης]] τών εκκλησιαστικών κανόνων<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κανονική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η θεωρητική [[μουσική]], [[κατά]] την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κανονικά</i> και <i>κανονικώς</i> (AM κανονικῶς)<br />με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εύρυθμα, σύμμετρα<br /><b>2.</b> ομαλά, [[χωρίς]] απρόοπτα, [[χωρίς]] δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες. | |mltxt=ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[κανονικός]], -ή, -όν) [[κανών]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο [[ομαλός]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας<br />β) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κανονικός]]<br />αυτός που ανήκει στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, ο [[κληρικός]]<br />γ) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κανονική</i><br />[[παρθένος]] που [[είναι]] αφιερωμένη στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, [[χωρίς]] όμως να καρεί [[μοναχή]]<br />δ) <b>φρ.</b> i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε [[αντιδιαστολή]] με τα απόκρυφα<br />ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε [[άλλο]] εκκλησιαστικό [[κλίμα]], απολυτικές επιστολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, [[σύμμετρος]], [[φυσιολογικός]], [[αρμονικός]] («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, [[τακτικός]], [[συνήθης]] («κανονικές αποδοχές»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες [[μεταξύ]] τους («κανονικό εξάγωνο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] του κανονικού, η [[κανονικότητα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως [[είναι]], λ.χ., η [[λογική]], η [[ηθική]], η [[αισθητική]] κ.ά.<br />β) «κανονική [[βαθμίδα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[βαθμίδα]] μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί [[υποδιαίρεση]] της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή [[βαθμίδα]] και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]<br />γ) «κανονικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που απορρέει από τους ιερούς κανόνες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η ετήσια [[αντιμισθία]] που χορηγούσε το [[χωριό]] στον ιερέα, [[ιδίως]] σε [[σιτηρά]], ή η [[περιφέρεια]] στους αρχιερείς, κν. δικονιά, [[μπατίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κανονικοί</i><br />α) οι θεωρητικοί της μουσικής<br />β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κανονικόν</i><br />([[κατά]] την επικούρεια φιλοσ.) η [[λογική]], [[επειδή]] διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κανονικός]]<br /><b>εκκλ.</b> ο [[γνώστης]] τών εκκλησιαστικών κανόνων<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κανονική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η θεωρητική [[μουσική]], [[κατά]] την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κανονικά</i> και <i>κανονικώς</i> (AM κανονικῶς)<br />με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εύρυθμα, σύμμετρα<br /><b>2.</b> ομαλά, [[χωρίς]] απρόοπτα, [[χωρίς]] δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες. | ||
}} | }} |