Anonymous

κραταίπους: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταίπους:''' 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ.
|lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταίπους:''' 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind.
|mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind.
}}
}}