Anonymous

κνηκός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκός:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[κνακός|κνᾱκός]] 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο [[δέρμα]] Theocr.; [[τράγος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Babr. = [[κνηκίας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκός:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[κνακός|κνᾱκός]] 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο [[δέρμα]] Theocr.; [[τράγος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Babr. = [[κνηκίας]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνηκός]], ή, όν<br />[[pale]] [[yellow]], [[tawny]], Theocr., Anth.: [[hence]] the [[goat]] is called κνάκων, ὁ, Theocr.; and the [[wolf]] [[κνηκίας]], Babr.
|mdlsjtxt=[[κνηκός]], ή, όν<br />[[pale]] [[yellow]], [[tawny]], Theocr., Anth.: [[hence]] the [[goat]] is called κνάκων, ὁ, Theocr.; and the [[wolf]] [[κνηκίας]], Babr.
}}
}}