Anonymous

λαοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure le passage au peuple <i>ou</i> à l'armée.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui procure le passage au peuple <i>ou</i> à l'armée.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[πόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοπόρος:''' атт. [[λεωπόρος]] 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοπόρος:''' -ον, αυτός που χρησιμεύει για [[διάβαση]] του λαού, [[κατασκευή]] που διευκολύνει τη [[διάβαση]] των ανθρώπων, <i>λαοπόροι μηχαναί</i>, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λᾱοπόρος:''' -ον, αυτός που χρησιμεύει για [[διάβαση]] του λαού, [[κατασκευή]] που διευκολύνει τη [[διάβαση]] των ανθρώπων, <i>λαοπόροι μηχαναί</i>, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοπόρος:''' атт. [[λεωπόρος]] 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱο-[[πόρος]], ον<br />serving as a [[passage]] for the [[people]], man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a [[bridge]], Aesch.
|mdlsjtxt=λᾱο-[[πόρος]], ον<br />serving as a [[passage]] for the [[people]], man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a [[bridge]], Aesch.
}}
}}