Anonymous

λορδός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lordo/s
|Beta Code=lordo/s
|Definition=ή, όν, [[bent backward]], so as to be convex in front, opp. [[κυφός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span>16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>48</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>707b</span> <span class="bibl">18</span>.
|Definition=ή, όν, [[bent backward]], so as to be convex in front, opp. [[κυφός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span>16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>48</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>707b</span> <span class="bibl">18</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''λορδός:''' [[согнувшийся]], [[сутулый]] (οἱ μακροὶ τῶν ἀνθρώπων λορδοὶ βαδίζουσι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λορδός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός του οποίου η σπονδυλική [[στήλη]] [[είναι]] κυρτή [[προς]] τα [[εμπρός]], με [[αποτέλεσμα]] να εξέχει το [[στήθος]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον κυφό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>lord</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lerd</i>- «[[κάμπτω]], κυρτώνομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>lorc</i>-<i>k</i>' «[[οπισθότονος]], [[κάμψη]] της ράχης ώστε η [[κεφαλή]] να γέρνει [[προς]] τα [[πίσω]]» ([[πρβλ]]. και [[λόρδωσις]]), με κελτ. <i>loirc</i> «[[κυρτός]] [[πους]]», μέσ. άνω γερμ. <i>lerz</i>, <i>lurź</i> «[[κυρτός]], [[αριστερός]]», αγγλοσαξ. <i>lort</i> «[[κυρτός]]»].
|mltxt=[[λορδός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός του οποίου η σπονδυλική [[στήλη]] [[είναι]] κυρτή [[προς]] τα [[εμπρός]], με [[αποτέλεσμα]] να εξέχει το [[στήθος]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον κυφό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>lord</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lerd</i>- «[[κάμπτω]], κυρτώνομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>lorc</i>-<i>k</i>' «[[οπισθότονος]], [[κάμψη]] της ράχης ώστε η [[κεφαλή]] να γέρνει [[προς]] τα [[πίσω]]» ([[πρβλ]]. και [[λόρδωσις]]), με κελτ. <i>loirc</i> «[[κυρτός]] [[πους]]», μέσ. άνω γερμ. <i>lerz</i>, <i>lurź</i> «[[κυρτός]], [[αριστερός]]», αγγλοσαξ. <i>lort</i> «[[κυρτός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''λορδός:''' [[согнувшийся]], [[сутулый]] (οἱ μακροὶ τῶν ἀνθρώπων λορδοὶ βαδίζουσι Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym