Anonymous

λογογράφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui écrit en prose :<br /><b>1</b> prosateur <i>en gén.</i><br /><b>2</b> logographe, historien en prose ; historien <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> auteur de discours écrits pour d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui écrit en prose :<br /><b>1</b> prosateur <i>en gén.</i><br /><b>2</b> logographe, historien en prose ; historien <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> auteur de discours écrits pour d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λογογράφος:''' (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[прозаик]], [[историк]], [[логограф]] (так назывались древние летописцы до Геродота, излагавшие в прозе то, о чем эпические поэты повествовали в своих поэмах) Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[составитель речей для других]] (по заказу) Plat., Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πεζογράφος]]· έτσι αποκαλούνταν οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, από τον Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όπως ο [[λογοποιός]] II, αυτός που γράφει, συντάσσει λόγους, [[κυρίως]] αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη [[συγγραφή]] λόγων επί [[πληρωμή]], λόγους προορισμένους να τους απαγγείλουν άλλοι, σε Πλάτ., κ.λπ.
|lsmtext='''λογογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πεζογράφος]]· έτσι αποκαλούνταν οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, από τον Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όπως ο [[λογοποιός]] II, αυτός που γράφει, συντάσσει λόγους, [[κυρίως]] αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη [[συγγραφή]] λόγων επί [[πληρωμή]], λόγους προορισμένους να τους απαγγείλουν άλλοι, σε Πλάτ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογογράφος:''' (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[прозаик]], [[историк]], [[логограф]] (так назывались древние летописцы до Геродота, излагавшие в прозе то, о чем эпические поэты повествовали в своих поэмах) Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[составитель речей для других]] (по заказу) Plat., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj