Anonymous

μνημονικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a une bonne mémoire;<br /><b>2</b> qui concerne la mémoire ; τὸ μνημονικόν, la mémoire;<br /><i>Cp.</i> μνημονικώτερος, <i>Sp.</i> μνημονικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μνήμων]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a une bonne mémoire;<br /><b>2</b> qui concerne la mémoire ; τὸ μνημονικόν, la mémoire;<br /><i>Cp.</i> μνημονικώτερος, <i>Sp.</i> μνημονικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μνήμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνημονικός:''' [[обладающий хорошей памятью]], [[памятливый]] (μνημονικώτερόν τινα παρέχειν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνημονικός:''' -ή, -όν ([[μνήμων]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανάμνηση]] ή τη [[μνήμη]], τὸ μνημονικόν = [[μνήμη]], σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης, [[memoria]] technica([[μνημονικό]] [[τέχνασμα]]), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει [[καλή]] [[μνήμη]], σε Αριστοφ.· <i>μνημονικώτατος</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. -[[κῶς]], από μνήμης ή μέσω της μνήμης, σε Αισχίν.
|lsmtext='''μνημονικός:''' -ή, -όν ([[μνήμων]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανάμνηση]] ή τη [[μνήμη]], τὸ μνημονικόν = [[μνήμη]], σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης, [[memoria]] technica([[μνημονικό]] [[τέχνασμα]]), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει [[καλή]] [[μνήμη]], σε Αριστοφ.· <i>μνημονικώτατος</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. -[[κῶς]], από μνήμης ή μέσω της μνήμης, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μνημονικός:''' [[обладающий хорошей памятью]], [[памятливый]] (μνημονικώτερόν τινα παρέχειν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj