Anonymous

στέργημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />philtre amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[στέργω]].
|btext=ατος (τό) :<br />philtre amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[στέργω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στέργημα:''' ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέργημα:''' -ατος, τό, [[φίλτρο]] έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, <i>τινος</i>, για να ασκήσουν [[επίδραση]] πάνω του, σε Σοφ.
|lsmtext='''στέργημα:''' -ατος, τό, [[φίλτρο]] έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, <i>τινος</i>, για να ασκήσουν [[επίδραση]] πάνω του, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέργημα:''' ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj