Anonymous

νοσερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νοσερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[больной]] ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2)</b> [[несущей болезни]], [[нездоровый]] (ὁ [[χειμών]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[больной]] ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2)</b> [[несущей болезни]], [[нездоровый]] (ὁ [[χειμών]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist.
|mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist.
}}
}}