Anonymous

μασχαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μασχᾰλιστήρ:''' ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μασχαλιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] [[περασμένος]] γύρω από το [[άλογο]] και δεμένος στο [[ζυγό]] με το [[λέπαδνον]]· γενικά, [[περίμετρος]], [[ζωνάρι]], [[δέσιμο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''μασχαλιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] [[περασμένος]] γύρω από το [[άλογο]] και δεμένος στο [[ζυγό]] με το [[λέπαδνον]]· γενικά, [[περίμετρος]], [[ζωνάρι]], [[δέσιμο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μασχᾰλιστήρ:''' ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj