3,270,297
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. [[varia lectio|v.l.]] = [[ματτυολοιχός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾱτιολοιχός:''' ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα [[γεύμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. [[λέξη]], που θεωρείται ότι προέρχεται από το [[μάτιον]], [[μερίδα]] φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές). | |lsmtext='''μᾱτιολοιχός:''' ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα [[γεύμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. [[λέξη]], που θεωρείται ότι προέρχεται από το [[μάτιον]], [[μερίδα]] φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.) | |mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.) | ||
}} | }} |