Anonymous

μεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[μεταστήσω]], <i>ao.</i> [[μετέστησα]], <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> μετασταθήσομαι, <i>ao.</i> [[μετεστάθην]], <i>etc., v.</i> [[ἵστημι]];<br /><b>I.</b> <i>tr., aux temps suiv. : prés., impf., f., ao. et à l'ao. Moy.</i> μετεστησάμην;<br /><b>1</b> déplacer : τινά transporter, exiler qqn;<br /><b>2</b> changer : τὰ νόμιμα HDT les lois ; τοὺς τρόπους EUR les mœurs ; <i>avec le gén.</i> : χρώματος AR changer de couleur ; <i>avec un double rég.</i> : τινα νόσου SOPH délivrer qqn d'une maladie;<br /><b>II.</b> <i>intr. aux temps suiv. : ao.</i> [[μετέστην]], <i>pf.</i> [[μεθέστηκα]], <i>pqp.</i> [[μεθειστήκειν]] ; <i>Moy. prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]];<br /><b>1</b> changer de place, se déplacer : μετάσταθ’ ἀπόβαθι SOPH va ! éloigne-toi ; [[ἐκ]] τῆς τάξιος HDT quitter son poste ; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης ESCHN quitter la terre ; <i>poét. avec le dat. seul</i> : στρατῷ ESCHL abandonner l'armée ; <i>particul.</i> passer d'un camp <i>ou</i> d'un parti dans un autre, faire défection : [[ἀπό]] τινος abandonner le parti de qqn ; [[παρά]] τινα, [[πρός]] τινα passer dans le parti de qqn ; χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα XÉN les pays qui avaient passé du côté des Lacédémoniens ; τῆς τύχης [[εὖ]] μετεστεώσης HDT la fortune ayant favorablement tourné;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> sortir d'un état, d'une situation : βίου EUR quitter la vie ; [[εἰς]] δουλείαν PLUT voir sa situation changée en servitude;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθίσταμαι;<br /><b>1</b> (<i>tr., à l'ao.</i> μετεστησάμην) déplacer, éloigner de soi, faire sortir : τινα qqn ; <i>particul.</i> exiler, bannir;<br /><b>2</b> (<i>intr. aux temps suiv. : prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]]) se tenir au milieu de <i>ou</i> parmi : ἑτάροισι au milieu de ses compagnons.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἵστημι]].
|btext=<i>f.</i> [[μεταστήσω]], <i>ao.</i> [[μετέστησα]], <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> μετασταθήσομαι, <i>ao.</i> [[μετεστάθην]], <i>etc., v.</i> [[ἵστημι]];<br /><b>I.</b> <i>tr., aux temps suiv. : prés., impf., f., ao. et à l'ao. Moy.</i> μετεστησάμην;<br /><b>1</b> déplacer : τινά transporter, exiler qqn;<br /><b>2</b> changer : τὰ νόμιμα HDT les lois ; τοὺς τρόπους EUR les mœurs ; <i>avec le gén.</i> : χρώματος AR changer de couleur ; <i>avec un double rég.</i> : τινα νόσου SOPH délivrer qqn d'une maladie;<br /><b>II.</b> <i>intr. aux temps suiv. : ao.</i> [[μετέστην]], <i>pf.</i> [[μεθέστηκα]], <i>pqp.</i> [[μεθειστήκειν]] ; <i>Moy. prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]];<br /><b>1</b> changer de place, se déplacer : μετάσταθ’ ἀπόβαθι SOPH va ! éloigne-toi ; [[ἐκ]] τῆς τάξιος HDT quitter son poste ; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης ESCHN quitter la terre ; <i>poét. avec le dat. seul</i> : στρατῷ ESCHL abandonner l'armée ; <i>particul.</i> passer d'un camp <i>ou</i> d'un parti dans un autre, faire défection : [[ἀπό]] τινος abandonner le parti de qqn ; [[παρά]] τινα, [[πρός]] τινα passer dans le parti de qqn ; χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα XÉN les pays qui avaient passé du côté des Lacédémoniens ; τῆς τύχης [[εὖ]] μετεστεώσης HDT la fortune ayant favorablement tourné;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> sortir d'un état, d'une situation : βίου EUR quitter la vie ; [[εἰς]] δουλείαν PLUT voir sa situation changée en servitude;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθίσταμαι;<br /><b>1</b> (<i>tr., à l'ao.</i> μετεστησάμην) déplacer, éloigner de soi, faire sortir : τινα qqn ; <i>particul.</i> exiler, bannir;<br /><b>2</b> (<i>intr. aux temps suiv. : prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]]) se tenir au milieu de <i>ou</i> parmi : ἑτάροισι au milieu de ses compagnons.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθίστημι:''' ион. [[μετίστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[реже]] med. (из)менять (τὰ [[νόμιμα]] Her.; [[ὄνομα]], τοὺς τρόπους Eur.): μ. χρώματος Arph. менять цвет; μ. εἰς δουλείαν Plut. попадать в рабство;<br /><b class="num">2)</b> [[перемещать]]: μ. [[πόδα]] εἰς [[ἄλλην]] χθόνα Eur. отправляться в другую страну; μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. увези меня от кровавой богини; μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. быть сосланным в Эгину;<br /><b class="num">3)</b> [[переносить]] (τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[выводить]] (из какого-л. состояния): μ. τινὰ ὕπνου Eur. пробудить кого-л. ото сна; μ. τινὰ νόσου Soph. исцелить кого-л. от болезни;<br /><b class="num">5)</b> [[переубеждать]] или [[совращать]] (ἱκανὸν ὄχλον NT);<br /><b class="num">6)</b> [[выходить]], [[уходить]], [[покидать]] (ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης Aeschin.): μ. βίου и βίον Eur. уходить из жизни, умирать; μετάσταθ᾽, ἀπόβαθι! Soph. уходи!; ἐκ κύκλου [[μεταστάς]] Soph. вышедший из круга;<br /><b class="num">7)</b> [[удалять]], [[устранять]] (τινά NT, med. Her., Thuc. etc.); pass. быть отстраняемым (τῆς οἰκονομίας NT);<br /><b class="num">8)</b> [[переходить]] (ἔκ τινος εἴς τι Plat.; [[ἀπό]] τινος, [[παρά]] и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.): χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. страны, перешедшие на сторону лакедемонян;<br /><b class="num">9)</b> (пере)меняться, поворачивать (εἰς τὸ [[λῷον]] Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.);<br /><b class="num">10)</b> [[уходить]], [[исчезать]] (μεθέστηκεν [[χόλος]] Eur.);<br /><b class="num">11)</b> тж. med.-pass. переставать, прекращать: μεθίσταμαι κότου Aesch. я уже не сержусь; μ. φόβου Eur. переставать бояться; μ. κακῶν Eur. освободиться от страданий;<br /><b class="num">12)</b> [[выходить]], [[возникать]] ([[πολιτεία]] ἐξ ἦς ἡ [[ὀλιγαρχία]] μετέστη Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθίστημι:'''<b class="num">Α. I.</b> μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,<br /><b class="num">1.</b> τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, [[αλλάζω]] [[στάση]], [[αλλάζω]]· [[μεταστήσω]] [[τοι]] [[ταῦτα]], θα [[σου]] [[δώσω]] ένα [[άλλο]] [[δώρο]] αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· [[μεθίστημι]] τὰ [[νόμιμα]] πάντα, σε Ηρόδ.· [[ὄνομα]], κ.λπ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. διαιρ., <i>οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος</i>, δεν έχει αλλάξει [[τίποτε]] στη [[στάση]] του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, <i>νόσου</i>, από [[αρρώστια]], σε Σοφ.· <i>κακῶν</i>, <i>ὕπνου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετακινώ]], στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, <i>μεταστήσασθαι</i>, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ., αόρ. αʹ [[μετεστάθην]] [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] [[μεταξύ]] ή στο [[μέσον]], <i>ἑτάροισι μεθίστατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] τη [[στάση]] κάποιου, [[απομακρύνω]], [[αναχωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[μετεστάθην]] τυράννοις ἐκπόδων, [[εκδιώκω]] τους τυράννους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[μεταβάλλω]] ή [[πτύω]] [[κάτι]], <i>κότου</i>, σε Αισχύλ.· <i>λύπης</i>, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[μετεστάθην]] βίου, [[πεθαίνω]], στον ίδ.· [[μετεστάθην]] φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> περνώ σε [[άλλη]] [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[στασιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], κάποιες φορές προς το καλύτερο, <i>τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης</i>, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, [[δαίμων]] μεθέστηκε στρατῷ, η [[τύχη]] έχει μεταβληθεί αρνητικά για το [[στράτευμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μεθίστημι:'''<b class="num">Α. I.</b> μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,<br /><b class="num">1.</b> τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, [[αλλάζω]] [[στάση]], [[αλλάζω]]· [[μεταστήσω]] [[τοι]] [[ταῦτα]], θα [[σου]] [[δώσω]] ένα [[άλλο]] [[δώρο]] αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· [[μεθίστημι]] τὰ [[νόμιμα]] πάντα, σε Ηρόδ.· [[ὄνομα]], κ.λπ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. διαιρ., <i>οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος</i>, δεν έχει αλλάξει [[τίποτε]] στη [[στάση]] του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, <i>νόσου</i>, από [[αρρώστια]], σε Σοφ.· <i>κακῶν</i>, <i>ὕπνου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετακινώ]], στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, <i>μεταστήσασθαι</i>, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ., αόρ. αʹ [[μετεστάθην]] [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] [[μεταξύ]] ή στο [[μέσον]], <i>ἑτάροισι μεθίστατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] τη [[στάση]] κάποιου, [[απομακρύνω]], [[αναχωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[μετεστάθην]] τυράννοις ἐκπόδων, [[εκδιώκω]] τους τυράννους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[μεταβάλλω]] ή [[πτύω]] [[κάτι]], <i>κότου</i>, σε Αισχύλ.· <i>λύπης</i>, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[μετεστάθην]] βίου, [[πεθαίνω]], στον ίδ.· [[μετεστάθην]] φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> περνώ σε [[άλλη]] [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[στασιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], κάποιες φορές προς το καλύτερο, <i>τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης</i>, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, [[δαίμων]] μεθέστηκε στρατῷ, η [[τύχη]] έχει μεταβληθεί αρνητικά για το [[στράτευμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθίστημι:''' ион. [[μετίστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[реже]] med. (из)менять (τὰ [[νόμιμα]] Her.; [[ὄνομα]], τοὺς τρόπους Eur.): μ. χρώματος Arph. менять цвет; μ. εἰς δουλείαν Plut. попадать в рабство;<br /><b class="num">2)</b> [[перемещать]]: μ. [[πόδα]] εἰς [[ἄλλην]] χθόνα Eur. отправляться в другую страну; μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. увези меня от кровавой богини; μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. быть сосланным в Эгину;<br /><b class="num">3)</b> [[переносить]] (τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[выводить]] (из какого-л. состояния): μ. τινὰ ὕπνου Eur. пробудить кого-л. ото сна; μ. τινὰ νόσου Soph. исцелить кого-л. от болезни;<br /><b class="num">5)</b> [[переубеждать]] или [[совращать]] (ἱκανὸν ὄχλον NT);<br /><b class="num">6)</b> [[выходить]], [[уходить]], [[покидать]] (ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης Aeschin.): μ. βίου и βίον Eur. уходить из жизни, умирать; μετάσταθ᾽, ἀπόβαθι! Soph. уходи!; ἐκ κύκλου [[μεταστάς]] Soph. вышедший из круга;<br /><b class="num">7)</b> [[удалять]], [[устранять]] (τινά NT, med. Her., Thuc. etc.); pass. быть отстраняемым (τῆς οἰκονομίας NT);<br /><b class="num">8)</b> [[переходить]] (ἔκ τινος εἴς τι Plat.; [[ἀπό]] τινος, [[παρά]] и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.): χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. страны, перешедшие на сторону лакедемонян;<br /><b class="num">9)</b> (пере)меняться, поворачивать (εἰς τὸ [[λῷον]] Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.);<br /><b class="num">10)</b> [[уходить]], [[исчезать]] (μεθέστηκεν [[χόλος]] Eur.);<br /><b class="num">11)</b> тж. med.-pass. переставать, прекращать: μεθίσταμαι κότου Aesch. я уже не сержусь; μ. φόβου Eur. переставать бояться; μ. κακῶν Eur. освободиться от страданий;<br /><b class="num">12)</b> [[выходить]], [[возникать]] ([[πολιτεία]] ἐξ ἦς ἡ [[ὀλιγαρχία]] μετέστη Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj