Anonymous

μεθύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[μεθύσκω]];<br /><b>1</b> être ivre <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé <i>ou</i> imprégné de graisse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[μεθύσκω]];<br /><b>1</b> être ivre <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé <i>ou</i> imprégné de graisse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθύω:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[быть пьяным]], [[быть в опьянении]] (ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. [[ὑπό]] τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть смоченным]], [[пропитанным]] (ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.): πληγαῖς μεθύων Theocr. ошеломленный ударами;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[упиваться]] (ἑκ τοῦ αἵματος NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθύω:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[быть пьяным]], [[быть в опьянении]] (ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. [[ὑπό]] τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть смоченным]], [[пропитанным]] (ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.): πληγαῖς μεθύων Theocr. ошеломленный ударами;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[упиваться]] (ἑκ τοῦ αἵματος NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj