Anonymous

μείλιχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]].
|btext=ος, ον :<br />doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μείλῐχος:''' Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = [[μειλίχιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μείλῐχος:''' Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = [[μειλίχιος]].
}}
}}
{{etym
{{etym