Anonymous

μετάστασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> déplacement, éloignement ; exil;<br /><b>2</b> changement, <i>particul.</i> changement de gouvernement, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[μεθίστημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> déplacement, éloignement ; exil;<br /><b>2</b> changement, <i>particul.</i> changement de gouvernement, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[μεθίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάστᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> перемещение, тж. выселение, переселение (ἐξ οἰκείας εἰς или ἐπ᾽ ἀλλοτρίαν Plat.; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[удаление]], [[изгнание]], [[ссылка]] (εἰς τὴν γείτονα πόλιν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἡ ἐκ τοῦ βίου μ. Polyb.) уход из жизни, кончина, смерть Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[исчезновение]], [[прекращение]]: ἡλίου μ. Eur. солнечное затмение; μετάστασιν [[διδόναι]] Soph. смягчить свой гнев;<br /><b class="num">5)</b> [[изменение]], [[перемена]] (μορφῆς, γνώμης Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[смена]], [[переворот]] (πολιτείας μ. Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάστᾰσις:''' ἡ ([[μεθίστημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μετακίνηση]], [[μετατόπιση]], <i>κακοῦ</i>, σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>[[μεθίσταμαι]]</i>), [[τοποθέτηση]] σε διαφορετικό [[μέρος]], [[μετακίνηση]], [[μετανάστευση]], σε Πλάτ.· [[μετάστασις]] ἡλίου, [[έκλειψη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαδικασία]] αλλαγής, [[αλλαγή]], στον ίδ.· <i>θυμῷ μετάστασιν διδόναι</i>, [[επιτρέπω]] (κάνω) μια [[αλλαγή]] [[μπροστά]] στην [[οργή]] κάποιου, δηλ. [[υποφέρω]] που [[υποχωρώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αλλαγή]] της πολιτικής κατάστασης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μετάστᾰσις:''' ἡ ([[μεθίστημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μετακίνηση]], [[μετατόπιση]], <i>κακοῦ</i>, σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>[[μεθίσταμαι]]</i>), [[τοποθέτηση]] σε διαφορετικό [[μέρος]], [[μετακίνηση]], [[μετανάστευση]], σε Πλάτ.· [[μετάστασις]] ἡλίου, [[έκλειψη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαδικασία]] αλλαγής, [[αλλαγή]], στον ίδ.· <i>θυμῷ μετάστασιν διδόναι</i>, [[επιτρέπω]] (κάνω) μια [[αλλαγή]] [[μπροστά]] στην [[οργή]] κάποιου, δηλ. [[υποφέρω]] που [[υποχωρώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αλλαγή]] της πολιτικής κατάστασης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάστᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> перемещение, тж. выселение, переселение (ἐξ οἰκείας εἰς или ἐπ᾽ ἀλλοτρίαν Plat.; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[удаление]], [[изгнание]], [[ссылка]] (εἰς τὴν γείτονα πόλιν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἡ ἐκ τοῦ βίου μ. Polyb.) уход из жизни, кончина, смерть Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[исчезновение]], [[прекращение]]: ἡλίου μ. Eur. солнечное затмение; μετάστασιν [[διδόναι]] Soph. смягчить свой гнев;<br /><b class="num">5)</b> [[изменение]], [[перемена]] (μορφῆς, γνώμης Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[смена]], [[переворот]] (πολιτείας μ. Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj