Anonymous

μεταδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[διδάσκω]]), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[διδάσκω]]), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδῐδάσκω:''' [[переучивать]]: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδῐδάσκω:''' [[переучивать]]: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.
}}
}}