Anonymous

μετάχρονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />postérieur, tardif.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />postérieur, tardif.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' [[позднейший]], [[поздний]] (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' [[позднейший]], [[поздний]] (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
}}
}}