3,277,241
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> changement : ἱματίων XÉN de vêtements;<br /><b>2</b> échange, trafic;<br /><b>II. 1</b> action de changer de parti, défection;<br /><b>2</b> action de changer, de se transformer, changement ; <i>en mauv. part</i> inconstance, mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> changement : ἱματίων XÉN de vêtements;<br /><b>2</b> échange, trafic;<br /><b>II. 1</b> action de changer de parti, défection;<br /><b>2</b> action de changer, de se transformer, changement ; <i>en mauv. part</i> inconstance, mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταβολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[поворачивание]], [[поворот]] (ἱστίων Pind.; ἡ πρὸς τὸ [[βέλτιον]] μ. Luc.): ἐκ μεταβολῆς Polyb. наоборот, напротив;<br /><b class="num">2)</b> [[смена]], [[перемена]] (ἱματίων Xen.; τῶν [[ὡρέων]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[изменение]], [[превращение]] (ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς [[φιλοχρήματον]] Plat.): ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. обращение к бездеятельности, утрата активности;<br /><b class="num">4)</b> [[переход]] (ἐς Ἓλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.): ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι μ. Plat. переход из бытия в небытие; ἡ [[ἐναντία]] μ. Thuc. переход в нечто противоположное, т. е. коренные изменения;<br /><b class="num">5)</b> [[прекращение]], [[конец]]: μ. κακῶν Eur. конец злодействам; μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. затмение солнца; τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὶ καὶ ἐπιδοχαί Thuc. государственные перевороты;<br /><b class="num">6)</b> [[перемещение]], [[переселение]], [[странствование]] (ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.);<br /><b class="num">7)</b> pl. [[изменчивость]], [[непостоянство]] (τινος Xen.);<br /><b class="num">8)</b> [[меновая торговля]], [[товарообмен]] (ἐπὶ μεταβολῇ [[πλεῖν]] Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταβολή:''' ἡ ([[μεταβάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αλλαγή]], [[διαδικασία]] αλλαγής, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναλλαγή]], [[εμπόριο]], [[δοσοληψία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από το Μέσ.), [[μετάβαση]], [[αλλαγή]], και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., [[αλλάζω]] από [[μία]] [[κατάσταση]], <i>μεταβολὴ κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[σπανίως]], [[μεταβολή]] σε..., <i>μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης</i>, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., [[ἅμα]] τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η [[μεταστροφή]] τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ [[ἐναντία]] [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>μεταβολὴ τῆς ἡμέρας</i>, [[έκλειψη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>μεταβολὴ πολιτείας</i>, [[αλλαγή]] διακυβέρνησης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[στασιάζω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν. | |lsmtext='''μεταβολή:''' ἡ ([[μεταβάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αλλαγή]], [[διαδικασία]] αλλαγής, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναλλαγή]], [[εμπόριο]], [[δοσοληψία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από το Μέσ.), [[μετάβαση]], [[αλλαγή]], και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., [[αλλάζω]] από [[μία]] [[κατάσταση]], <i>μεταβολὴ κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[σπανίως]], [[μεταβολή]] σε..., <i>μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης</i>, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., [[ἅμα]] τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η [[μεταστροφή]] τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ [[ἐναντία]] [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>μεταβολὴ τῆς ἡμέρας</i>, [[έκλειψη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>μεταβολὴ πολιτείας</i>, [[αλλαγή]] διακυβέρνησης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[στασιάζω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |